Σιβυλλικόν 2
Δεκαετία του ’80. Αμάξι κατασκευασμένο στον ευρωπαϊκό νότο, αντικειμενικώς τρίθυρο και θεωρητικώς τετραθέσιο, παλεύει να μεταφέρει από την κεντρική Ελλάδα στη Νότιο Πελοπόννησο το φορτίο του, αποτελούμενο από τον πατέρα, τη μητέρα, τα δύο σπόρια και το μισό νοικοκυριό του σπιτιού στριμωγμένο στη σχάρα. Πιό ψηλό από μακρύ, με τα παράθυρα κλειστά -για οικονομία στη βενζίνη και για να προφυλαχτεί ο σβέρκος του πατέρα από την ψύξη- σέρνεται κι αγκομαχά σαν πολιορκητικός κριός. Φυλάξου Μάνη απ’έξω.
Και φυλαχτείτε Μπήτλς από μέσα.
Στο κασετοφωνάκι του αυτοκινήτου παίζουν οι τριάντα χρυσές αναμνήσεις. Δήθεν κλασσικό, δήθεν τζάζ, καθαρά κι αποστειρωμένα όπως όλες οι μουσικές της δεκαετίας του πενήντα. Τα καλά παιδάκια με το κουστουμάκι και τα μαλλιά κοντά και χτενισμένα προς τα πίσω. Ακόμα και τα κακά παιδάκια της εποχής είχαν τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και φορούσαν κουστουμάκι. Απλά φορούσαν καμπαρντίνες για να κρύβουν τα πολυβόλα.
Ο πατέρας σιγοντάρει, μυκώμενος, τον Περύ Κόμο και μερακλώνει. Το μεράκλωμα μιας φλώρικης εφηβείας του πενήντα, που από τη συγκράτηση και την πίεση παραμορφώθηκε και βγαίνει σε φωνή και σε ξινίλα.
«Ααααα, αυτή ήταν μουσική. Ακούς;» φωνάζει, γυρνώντας στα σπόρια. «Αυτές ήταν φωνές, όχι σαν τους Μπήτλς. Μαλλιάδες, άπλυτοι που γκαρίζανε ‘γιε γιε’ και γρατζουνάγανε μια κιθάρα. Ταχαμου κάνανε κάτι.»
‘Γιε γιε, γιε γιε, γιε γιε’.
Έχει στραβώσει το στόμα και κρώζει άτεχνα. Κοροϊδεύει, αλλά δεν έχει ούτε χιούμορ, ούτε γέλιο. Το ένα σπόρι, το πιο μεγάλο, αηδιάζει και φρικιά. Δεν ξέρει γιατί ακόμα. Δεν το παίρνει και να απαντήσει. Εξαρτάται από αυτόν τον άντρα που μορφάζει, που μετράει και τις μπουκιές του.
Οχτώ χρόνια αργότερα θ’ακούσει Μπήτλς για πρώτη φορά. Το «Hey Jude». Θα το χρειαστεί δυο χρόνια πιο μετά, όταν τα όνειρά του θα ξεφτίσουν και οι φιλοδοξίες του θα μαδήσουν και θα καρφωθούν με άγκυρα στη γη. Και τρια χρόνια ακόμα πιο μετά, με την τότε κολλητή του θα κλάψουν για τον Κέρτ, ενώ οι τριαντάρηδες θα κουνάνε το κεφάλι και θα θυμούνται τον Τζίμ.
Και τώρα, δεκαεφτά χρόνια απο τον Κέρτ, κουνάει το κεφάλι όταν ακούει να λένε «Σιγά την Έιμι». Γιατί σιγά; Επειδή είναι τωρινή; Επειδή είχαμε άλλους ήρωες στην εφηβεία; Γιατί δεν πρόλαβε να πιάσει πατίνα;
Εγώ νιώθω ότι θα πιάσει, σε πείσμα των μπαμπάδων που γκαρίζουν για τον Πέρι, τον Φράνκ και τον Τζίμ.
Σχολιάστε